- συρματέινα
- τα, Ν [συρματέινος]αντικείμενα κατασκευασμένα από δικτυωτό μέταλλο, συνηθισμένα κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χατζημιχάλη, Αγγελική — (Αθήνα 1895 – 1965). Ελληνίδα λαογράφος, συγγραφέας και ζωγράφος. Υπήρξε πρωτεργάτης στην έρευνα της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Γόνος της οικογένειας Κολυβά, έτυχε ιδιαίτερης μόρφωσης και αγωγής. Πολύ νωρίς έστρεψε το ενδιαφέρον της στην… … Dictionary of Greek